πορφυρανθής

πορφυρανθής
-ές, Α
1. (για φυτό) αυτός που έχει πορφυρά άνθη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πορφυρανθές
α) το φυτό ἡμεροκαλλές*
β) το φυτό υάκινθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χρυσ-ανθής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πορφυρανθής — with purple blossom masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρανθῆ — πορφυρανθής with purple blossom neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πορφυρανθής with purple blossom masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πορφυρανθής with purple blossom masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρανθεῖ — πορφυρανθής with purple blossom masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πορφυρανθής with purple blossom masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρανθεῖς — πορφυρανθής with purple blossom masc/fem acc pl πορφυρανθής with purple blossom masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρανθές — πορφυρανθής with purple blossom masc/fem voc sg πορφυρανθής with purple blossom neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρανθοῦς — πορφυρανθής with purple blossom masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • πορφυράνθεμος — ον, Α πορφυρανθής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + ἄνθεμον (πρβλ. χρυσ άνθεμος)] …   Dictionary of Greek

  • πορφυρανθόπαις — αιδος, ὁ, Μ πορφυρογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφυρανθής + παῖς] …   Dictionary of Greek

  • πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”